δίποδες

δίποδες
δίπους
two-footed
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διποδίδες — (dipodidae). Οικογένεια τρωκτικών θηλαστικών που περιλαμβάνει τις αλακτάγες,τους δίποδες και τα συγγενή γένη. Έχουν μεγάλο κεφάλι, κοντό και ακίνητο λαιμό, όρθια αφτιά και μάτια σκούρου χρώματος. Τα πίσω πόδια τους είναι μακριά και τους… …   Dictionary of Greek

  • ζεγέριες — ζεγέριες, οἱ (Α) λιβυκή λ. που σημαίνει βουνά, υψώματα γης, αλλά χρησιμοποιείται στον Ηρόδ. ως ονομασία είδους ποντικών («μυῶν δὲ γένεα τριζὰ αὐτόθι ἐστί οἱ μὲν δίποδες καλέονται, οἱ δὲ ζεγέριες», Ηρόδ.) (κατά τον Ησύχ.) «ζεγερίαι» …   Dictionary of Greek

  • ποδιαίος — α, ο / ποδιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει μήκος ενός ποδιού (α. «φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῑος, πεπίστευται δ εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης», Αριστοτ. β. «ποδιαῑον τόπον», Λουκιαν. γ. «πλάτος δίποδες, πάχος ποδιαῑος», επιγρ. δ. «ποδιαίου μέτρου» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”